πανδοκίον

πανδοκίον
τὸ, Α
βλ. πανδοχείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανδοκείον — και, κατά τον Ησύχ., πανδοκίον, τὸ, Α βλ. πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • πανδοχείο — πανδοχεῑον και πανδοκεῑον και πανδοκίον, τὸ, ΝΑ [πανδοχεύς] οίκημα που προσφέρει κατάλυμα, κυρίως για διανυκτέρευση, καθώς και εστίαση και, συχνά, ψυχαγωγία, ιδίως σε ταξιδιώτες, χάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”